- αποκεντρωτικός
- -ή, -όο σχετικός με την αποκέντρωση, αυτός που συντελεί στην αποκέντρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκεντρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκεντρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την αποκέντρωση: Άρχισε και στη χώρα μας να εφαρμόζεται το αποκεντρωτικό διοικητικά σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσυγκεντρωτικός — ή, ό αντί αποκεντρωτικός, ή, ό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)